Η είδηση ότι ο Μιχάλης παντρεύεται μια τουρκάλα, τη Ρεμιέ, έπεσε σαν κεραυνός, πριν από εξήντα χρόνια, στο Σχοινούδι, της Ίμβρου.
«Μα να παντρευτεί την τουρκάλα; Λίγα έχουμε πάθει από τους Τούρκους; Βαλθήκανε να μας ξεκάνουνε και εμείς συμπεθεριάζουμε. Εύκολο το ’χεις να ’ρθει η τουρκάλα να ριζώσει ανάμεσα στους χριστιανούς; Ν’ ανάψει κερί και να βάψει αυγά;»,
σχολίαζαν οι συγχωριανοί του Μιχάλη. «Αυτό δα μας έλειπε», έλεγε και η συννυφάδα της, «να μας γεννήσει το τουρκάκι και ν΄ αλλάξει το αίμα της γενιάς μας, και μάλιστα τώρα που μέρα με τη μέρα οι πατριώτες της ριζώνουν εδώ και ξεριζώνουν εμάς».
Την ιστορία των δύο νέων, που τελικά άντεξε στο χρόνο, έχοντας αντιπαλέψει τις προκαταλήψεις που συνάντησαν, και από τις δύο πλευρές, σε χρόνια δύσκολα για τους Ρωμιούς, δεμένη περίτεχνα με την ιστορία του πολύπαθου νησιού, παρουσιάζει η πολυβραβευμένη συγγραφέας, Ναννίνα Σακκά - Νικολακοπούλου, στο ηθογραφικό μυθιστόρημα της με τίτλο «Ρεμιέ», που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Α.Α.Λιβάνη».
«Ενώ την πολέμησαν τα πρώτα χρόνια, όταν ήταν και η μοναδική τουρκάλα στο νησί, όπου έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, τώρα είναι το πιο σεβάσμιο πρόσωπο», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Σακκά, η οποία θα τιμηθεί το Σάββατο με το βραβείο «Πηνελόπη Δέλτα 2010», στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Και συνεχίζει: «Τη γνώρισα το Πάσχα του 1999, έξω από την εκκλησία της αγιά Μαρίνας, στο Σχοινούδι. Είχε κόκκινα αυγά στα χέρια και μας έλεγε Χριστός Ανέστη. Από εκεί και πέρα συνδέθηκα μαζί της και σε κάθε μου επίσκεψη στην Ίμβρο βρισκόμαστε. Μας υποδέχεται πάντα φιλόξενα, πάντα με αγάπη. Εκείνο που με συγκλόνισε, και δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν όταν αρρώστησε το μεγάλο μου παιδί, που τώρα πια έχει φύγει από τη ζωή. Όταν το έμαθε ζήτησε τότε από τη γειτόνισσα σφραγίδα για να φτιάξει πρόσφορο, που το πήγε στην εκκλησία να κάνει παράκληση. Κι ας είναι μουσουλμάνα. Αυτή είναι η Ρεμιέ μου.».
Η γνωριμία
Όλα ξεκίνησαν σε μία δεξίωση στην ελληνική πρεσβεία της Άγκυρας, όπου η κόρη του τούρκου κηπουρού, θαμπώνει τον Μιχάλη, που προσελήφθη ως γκαρσόνι. Η Ρεμιέ δεν ήταν μόνο όμορφη, λέει η κα Σακκά, ήταν και καλλιεργημένη. Ήδη μάθαινε αγγλικά, με προσωπική φροντίδα του Γιώργο Σεφέρη, που τότε υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία, ο οποίος είχε ξεχωρίσει την εξυπνάδα της κοπέλας.
Καμιά όμως από τις δύο οικογένειες δεν είδε με καλό μάτι το αίσθημα που φούντωσε στις καρδιές των δύο νέων, αφηγείται η κα Σακκά. Πόλεμος ξέσπασε να πνίξει αυτή την αγάπη. Κι έτσι ο Μιχάλης έκλεψε τη Ρεμιέ, έκαναν πολιτικό γάμο και την έφερε στο χωριό του. Αν και όλοι ήταν εναντίον τους, εντούτοις η πεθερά της την αγκάλιασε και την προστάτεψε. Στο πλευρό της στάθηκε και ο δάσκαλος του χωριού, πλάι στον οποίο έμαθε γρήγορα τα ελληνικά.
«Έζησε όλα αυτά τα χρόνια αρμονικά, χωρίς να έχει πολλές επαφές με τους ομοεθνείς της, μόνο και μόνο για να διατηρήσει τη σχέση της με τον άντρα της και να αφομοιωθεί», τονίζει η κα Σακκά. «Μου διηγιόταν πάρα πολλά πράγματα, ήθη έθιμα, παραδόσεις. Όλα αυτά τη συγκινούσαν όταν έφτασε στο νησί, κοπελίτσα, τα ενστερνιζόταν. Έχει πάρα πολύ αγάπη για τον τόπο, δεν έφυγε, έμεινε εκεί. Στο βιβλίο μου έχω δει από την πλευρά της Τουρκάλας, τώρα, την ιστορία της Ίμβρου.».
Η Ρεμιέ, μέχρι σήμερα, δεν ξεχωρίζει τους θεούς. Όταν ο Μιχάλης έχει νηστεία, νηστεύει και αυτή, όταν έχει ραμαζάνι η Ρενιέ, νηστεύει και ο Μιχάλης. Στην αρχή θέλησε να πάρει και το όνομα Μαρία, μήπως εξευμενίσει τους συγχωριανούς, για τους οποίους ήταν πάντα η τουρκάλα, η αλλόθρησκη. Δεν την άφησε όμως ο Μιχάλης. «Εγώ σε αγάπησα Ρεμιέ και έτσι θέλω να μείνεις», της είπε.
«Με συγκίνησε το γεγονός ότι η Ρεμιέ κρατάει βαθειά μέσα της τη θρησκεία. Αυτό είναι το νόημα του βιβλίου μου: η καλή γειτονία, η αγάπη των δύο λαών, αυτό ήθελα να αναδείξω μέσα από τη Ρεμιέ μου», τονίζει η κα Σακκά.
Μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στο βιβλίο είναι η περιγραφή της τελευταίας λειτουργίας των Ελλήνων στο Σχοινούδι, πριν να φύγουν, διωγμένοι, από το νησί.
«Αρχές του Μάρτη του 1966 κι η φύση στην άνθισή της. Η ομορφιά της χλωρασιάς στον κάμπο του κάμπου του Σχοινουδίου, οι ανθισμένες αγριαχλαδιές, οι λυγαριές κι οι αγριομυρτιές, κάνανε τις καρδιές να πονάνε περισσότερο. Το κατάλευκο εκκλησάκι της αγίας Άννας χτύπησε πένθιμα την καμπάνα, λες και γινότανε κηδεία. Ο ήχος ξέσχισε τις ψυχές των ανθρώπων που είχαν έρθει για την τελευταία λειτουργία. Να πουν αντίο στην ίδια τους την ύπαρξη. Στις ρίζες τους, στις μνήμες των πανηγυριών, στη γλύκα της απέραντης αμμουδιάς… στα σπασμένα κομμάτια από αρχαίους αμφορείς που ξέβραζε το κύμα…
Η ψυχή της πόναγε. Θυμήθηκε πόσες φορές είχε παρακαλεστεί σ’ αυτή την αγία των χριστιανών, που λέγαν πως βοηθάει τις γυναίκες να κάνουν παιδί…
Μέσα στη γενική θλίψη, κανείς δεν είδε τα βουρκωμένα μάτια της Ρεμιέ. Η εξορία των εικόνων ταυτίστηκε με το δικό της ξεριζωμό. Με την απέραντη θλίψη που μυστικά έκρυβε μέσα της. Μπήκε διακριτικά στο νάρθηκα κι άναψε ένα κερί για το θέλημα του Θεού, που για τη Ρεμιέ ήταν ένας, κι ας τον ξεχώριζαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι».
Η Ρεμιέ και ο Μιχάλης παιδί δεν αποκτήσανε, ζούνε όμως, μέχρι σήμερα, αγαπημένοι στο έρημο, πια, από Έλληνες, χωριό τους, στο Σχοινούδι.
Παρουσίαση του βιβλίου
Η παρουσίαση του βιβλίου το βράδυ της Τετάρτης 21ης Απριλίου, στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιορυθμός»,στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ήταν μία ξεχωριστή στιγμή για τον κόσμο, που είχε κατακλίσει το χώρο. Για τη «Ρεμιέ» και τη Ναννίνα Σακκά, που ήδη μετράει 45 βιβλία στο ενεργητικό της, μίλησαν ο βυζαντινολόγος αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος της Παμμακεδονικής Ένωσης Ευρώπης, Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου και η συγγραφέας Ελένη Τσιάλτα.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η αφήγηση αποσπασμάτων του βιβλίου, ένα «δώρο» που επιφύλαξαν οι μαθητές της 6ης τάξης του Αρσακείου Θεσσαλονίκης στη δασκάλα Ναννίνα Σακκά, που για σαράντα χρόνια δίδαξε, υποδειγματικά, στο Αρσάκειο και διατέλεσε Διευθύντρια στο Δ΄ Τοσίτσιο Δημοτικό Σχολείο.
Διαφωτιστικές οι πολλές αναφορές στην ιστορία της Ίμβρου, από την αρχαιότητα, μέχρι τις μέρες μας, που πλαισιώθηκαν από την προβολή φωτεινών διαφανειών, με χάρτες, εικόνες και τοπία της Ίμβρου, με τους περίπου 150, που κάθε καλοκαίρι, όμως, πλημμυρίζει από τα απόδημα παιδιά της, που υποδέχεται από τις εσχατιές του κόσμου.
«Η Ίμβρος είναι μία πατρίδα, που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε», τόνισε μεταξύ άλλων, η κα Σακκά. «Το χρωστάμε σε αυτούς τους ανθρώπους που έμειναν εκεί και κρατάνε Θερμοπύλες. Θα πρέπει να την επισκεφθούμε, μας περιμένουν οι έλληνες εκεί. Με το να ακούγεται εκεί η ελληνική γλώσσα, η Ίμβρος ανασαίνει ελληνικά».
Λίγα λόγια για την Ναννίνα Σακκά Νικολακοπούλου
Η Ναννίνα Σακκά - Νικολακοπούλου έχει τελειώσει την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και Αγγλική Φιλολογία στο Λονδίνο. Από το 1965 και για 40 χρόνια ήταν δασκάλα στο Αρσάκειο και Διευθύντρια στο Δ΄ Τοσίτσιο Δημοτικό Σχολείο. Είναι μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, που στόχο έχει την προώθηση και διάδοση του παιδικού βιβλίου. Έχει γράψει 45 παιδικά βιβλία. Το βιβλίο της «Με το βλέμμα της Αρασιάς», αφιερωμένο και αυτό στην Ίμβρο, απέσπασε το 1998 το πρώτο βραβείο παιδικής λογοτεχνίας.
«Γεννήθηκα στο Χαλάνδρι στα δύσκολα χρόνια, στον πόλεμο του ’40», αυτοπαρουσιάζεται η συγγραφέας. «Ο πατέρας δάσκαλος. Η μάνα μύριζε γιασεμί. Η μια γιαγιά παραμυθού απ’ την Πελοπόννησο, κι η άλλη Μικρασιάτισσα, αλύγιστη στους ανέμους και στις θύελλες. Αυτές οι δυο μ’ έκαναν να γράφω τυλίγοντας στην αγκαλιά μου τον κόσμο. Λατρεύω τα ταξίδια και τις περιπέτειες. Έγινα δασκάλα γιατί ήθελα να έχω ήλιους τα μάτια των παιδιών. Στα παιδιά και στα χαμόγελά τους χρωστάω τη νιότη της ψυχής και το θαύμα να ελπίζω στο αύριο και στις καλύτερες μέρες».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (της Διαμαντένιας Ριμπά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου θα διαγράφονται.