Ενώ οι μεγαλύτερες αυστραλιανές επιχειρήσεις ρουχισμού έχουν κλείσει τα εργοστάσιά τους στην Αυστραλία και έχουν μεταφέρει τις μονάδες παραγωγής στην Κίνα ένας δραστήριος Πόντιος της Μελβούρνης, όχι μόνο άντεξε στον ανταγωνισμό των κινέζικων ειδών ρουχισμού, που κατακλύζουν την αυστραλιανή αγορά αλλά εξάγει τα δικά του προϊόντα στην μεγαλύτερη βιομηχανική χώρα του κόσμου!
Πρόκειται για τον Τάσο Τσεπραϊλίδη η ζωή του οποίου παρουσιάστηκε σε μια εκδήλωση,που έγινε την περασμένη Κυριακή στην Ποντιακή Κοινότητα για να εορταστεί η 50η επέτειο του γάμου του με την σύντροφό του Μαρία.
Ήταν μια ξεχωριστή γιορτή, παρουσία εκατοντάδων ομογενών, όπου δεν γιορτάστηκε μόνο η σημαντική επέτειος αλλά η έως τώρα πορεία του πετυχημένου ζευγαριού.
Σε κείμενό του για το ζευγάρι ο ομογενής ελληνιστής Κυριάκος Αμανατίδης αναφέρει μεταξύ άλλων:
"Η επέτειος 50 χρόνων συζυγικής ζωής αποτελεί σημαντικό σταθμό στη ζωή κάθε ζευγαριού. Όταν κατά την χρονική αυτή περίοδο το ζευγάρι πήρε το δρόμο της ξενιτιάς με δύο μικρά παιδιά, αγωνίστηκε να ορθοποδήσει στο άγνωστο τότε κοινωνικό περιβάλλον, και μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να ιδρύσει μια αξιόλογη βιομηχανική μονάδα στον πολύ ανταγωνιστικό χώρο της υφαντουργίας, και παράλληλα να αναπτύξει μια αξιόλογη φιλανθρωπική δραστηριότητα, και να προβεί στην εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής στο χωριό του, τότε η επέτειος των 50 χρόνων δεν αποτελεί μόνο γεγονός για εορτασμό σε κλειστό οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και αφορμή για μια γενική αποτίμηση της εν γένει προσφοράς του.
Στην περίπτωση του Τάσου και της Μαρίας οι ποικιλότροπες πράξεις προσφοράς τους χαρακτηρίζονται από έμπρακτη χριστιανική πίστη και ηθική, γνήσια φιλάνθρωπα αισθήματα και ανιδιοτελή φιλοπατρία. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την ιδιαίτερη ευαισθησία τους που εκπηγάζει από την ποντιακή καταγωγή τους, και που εκδηλώνεται με διάφορες πράξεις συμπαράστασης στα ποντιακά σωματεία.
Το 1964 το νεαρό τότε ζευγάρι Τάσος και Μαρία Τσεπραϊλίδη, με τα δύο μικρά παιδιά του, την Δέσποινα και την Ερμιόνη, πήρε την μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει την πορεία που είχαν πάρει πριν από χρόνια χιλιάδες συμπατριώτες τους προς την Αυστραλία.
Από το ορεινό χωριουδάκι Κτενά της Κοζάνης, 25 σπίτια όλα κι όλα, σε υψόμετρο 1200 μέτρα, η οικογένεια Τσεπραϊλίδη βρέθηκε ξαφνικά στην πολυάνθρωπη και παραθαλάσσια Μελβούρνη, όπου γεννήθηκε το τρίτο τους παιδί, ο Κώστας.
Τα πρώτα χρόνια ο Τάσος, όπως όλοι οι συμπατριώτες του, δούλεψε σκληρά σε εργοστάσια, συχνά σε δουλειές με βραδινές βάρδιες. Εκεί που διέφερε από τους περισσότερους ήταν η αποφασιστικότητά του να δημιουργήσει μια δουλειά δική του, έστω και κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Το 1987, ο Τάσος δημιούργησε το υφαντουργείο «Ktena Knitting Mills» μια αξιόλογη επιχείρηση, με εξειδίκευση στην παραγωγή μάλλινων εσώρουχων.
Γρήγορα οι εγκαταστάσεις στο εργοστάσιο της οδού Τζόνσον αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και η επιχείρηση μεταφέρθηκε σε ένα ιδιόκτητο, σύγχρονο εργοστάσιο στην οδό Νάπιερ 303 στο Φίτζροϊ, εξοπλισμένο με μηχανήματα της τελευταίας τεχνολογίας.
Εκτός από τη μεγάλη ζήτηση που έχουν στην Αυστραλία, τα προϊόντα της επιχείρησης του Τάσου και της Μαρίας εξάγονται σε περισσότερες από 20 χώρες, μεταξύ των οποίων είναι και η Κίνα.
Δίκαια, λοιπόν, το 2002 το υφαντουργείο «Ktena Knitting Mills «απέσπασε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία «Ethnic Business Awards» που διοργανώνει ετησίως η Εθνική Τράπεζα της Αυστραλίας.
Συνεχές και σημαντικών διαστάσεων είναι το ανθρωπιστικό έργο του Τάσου και της Μαρίας. Ενδεικτικά, θα αναφερθώ σε λίγα παραδείγματα.
Μετά τους βομβαρδισμούς πόλεων της Σερβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ το 1999, η επιχείρηση «Ktena Knitting Mills» έστειλε ρουχισμό στο Πατριαρχείο της Σερβίας αξίας 30.000 δολαρίων. Λίγο αργότερα βοήθησαν τα θύματα του πολέμου στη Βοσνία με την αποστολή ρουχισμού.
Μετά τον σεισμό που έπληξε την Αττική το 1999 έστειλαν 4000 μάλλινες ισοθερμικές φανέλες. Και τα εθνικά μας ζητήματα δεν άφησαν αδιάφορους τον Τάσο και την Μαρία.
Ο Τάσος και η Μαρία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ευεργέτες του χωριού τους. Μικρό καθώς ήταν και σε περιοχή χωρίς οικονομικές προοπτικές, το χωριό είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, κάποιοι από τους οποίους επέστρεφαν για τις διακοπές του καλοκαιριού.
Ως εκ τούτου, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είχε σχεδόν καταρρεύσει, και οι κοινόχρηστοι χώροι δεν ήταν πλέον χρησιμοποιήσιμοι.
Με δικά τους έξοδα, ο Τάσος και η Μαρία φρόντισαν για την αναστήλωση της εκκλησίας και το χτίσιμο καμπαναριού, για την ύδρευση και για τον εξηλεκτρισμό του χωριού, και τον εξωραϊσμό των κοινόχρηστων χώρων. Αποτέλεσμα αυτών των έργων ήταν το ξαναζωντάνεμα του χωριού στις μεγάλες γιορτές και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού".
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (του Σ. Χατζημανώλη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου θα διαγράφονται.