Η νοητή γραμμή Καστοριά -Γρεβενά -Τρίκαλα -Καρδίτσα -Λαμία αποτελεί το δυτικό περιθώριο μιας παλιάς ηπείρου, γνωστή ως Πελαγονία, που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της Ανώτερης Λιθανθρακοφόρου και Κατώτερης Πέρμιας Περιόδου, πριν από περίπου 300 εκατομμύρια χρόνια!
Δυτικά της Πελαγονίας υπήρξε ένας ωκεανός, ο Ωκεανός της Πίνδου, ο οποίος δημιουργήθηκε στις αρχές της Τριαδικής Περιόδου, πριν από 240 εκατομμύρια χρόνια και συνέχισε να αυξάνεται μέχρι τα μέσα της Ιουρασικής Περιόδου, πριν από 170 εκατομμύρια χρόνια, οπότε και άρχισε να καταστρέφεται, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Δημήτρης Κωστόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής, στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η τελική καταστροφή του Ωκεανού της Πίνδου συνέβη κατά τη διάρκεια της Ηωκαίνου Περιόδου, περίπου 50 εκατομμύρια χρόνια πριν. Τα υπολείμματα των πετρωμάτων του Ωκεανού της Πίνδου επωθήθηκαν, σύμφωνα με τον ίδιο, επάνω στο δυτικό περιθώριο της Πελαγονίας και, σήμερα, αναγνωρίζονται ως τα οφιολιθικά συμπλέγματα της Πίνδου, του Βούρινου, του Κόζιακα και της Όρθρυος. Η ήπειρος που βρισκόταν ακόμα δυτικότερα του Ωκεανού της Πίνδου είναι γνωστή ως Αδρία-Απουλία και σήμερα καταλαμβάνει την Ήπειρο και μεγάλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Η παραπάνω γνώση προέρχεται από πετρολογικές, γεωχημικές και τεκτονικές μελέτες των πετρωμάτων της ωκεάνιας λιθόσφαιρας του Ωκεανού της Πίνδου και των ηπειρωτικών λιθοσφαιρών της Πελαγονίας και Αδρίας-Απουλίας.
"Εδώ αξίζει να σημειωθεί- διευκρινίζει ο καθηγητής- ότι, με την κατασκευή του φράγματος του Ιλαρίωνα και την πλημμύριση τμήματος της κοιλάδας του Αλιάκμονα, θα χαθεί για πάντα η γεωλογική απόδειξη της επώθησης της ωκεάνιας λιθόσφαιρας του Ωκεανού της Πίνδου επάνω στην ηπειρωτική λιθόσφαιρα της Πελαγονίας, λόγω τεράστιων τεκτονικών δυνάμεων. Θα έπρεπε και στην πατρίδα μας, όπως γίνεται πλέον σε πολλές άλλες χώρες του εξωτερικού, να υπάρχει αυτό που λέμε: 'Διατήρηση της Γεωλογικής Κληρονομιάς' που θα αποτελούσε, μεταξύ άλλων και έναν ισχυρό πόλο έλξεως τουρισμού".
Οι μελέτες στην περιοχή της Θεσσαλίας, τονίζει ο κ. Κωστόπουλος, αφορούν κυρίως το ηπειρωτικό υπόβαθρο της Πελαγονίας στις περιοχές Φωτεινού Τρικάλων, Βερδικούσας, Καλλιθέας-Σαρανταπόρου, Κάτω Ολύμπου, Μαυροβουνίου-Πηλίου καθώς και τις οφιολιθικές εμφανίσεις (ωκεάνια λιθόσφαιρα) στον Κόζιακα, στη Δαφνοσπηλιά, στα Λουτρά Σμοκόβου και Ανάβρα Καρδίτσας αλλά και στον Τίταρο (βόρεια του Λιβαδίου Λάρισας).
Πλην ορισμένων εξαιρέσεων, το ηπειρωτικό υπόβαθρο της Πελαγονίας αποτελείται από γρανιτικά πετρώματα, ηλικίας 300 εκατομμυρίων ετών. Τα πετρώματα αυτά σχηματίσθηκαν σε ένα περιβάλλον σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών όπως αυτό των Άνδεων της Νότιας Αμερικής λόγω κατάδυσης ενός παλιού ωκεανού, του Ωκεανού της Παλαιοτηθύος, κάτω από το νότιο άκρο μιας μεγα-ηπείρου, που επικρατούσε στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη γνωστής με το όνομα Λαυρωσία.
Σαράντα από τους κορυφαίους γεωλόγους ανά τον κόσμο, από χώρες όπως η Τουρκία, η Αυστρία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Αγγλία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, επισκέφθηκαν περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας για να γνωρίσουν μερικά από τα αρχαιότερα πετρώματα της Ελλάδας, αλλά και μερικά από τα σημαντικότερα γεωλογικά φαινόμενα, που χρησιμοποιούνται από τους επιστήμονες για την τεκμηρίωση της θεωρίας των λιθοσφαιρικών πλακών, η οποία αφορά -μεταξύ άλλων- τη μετακίνηση ηπείρων και τη δημιουργία, αλλά και την καταστροφή ωκεανών.
Οι ξένοι επιστήμονες, που συμμετείχαν σε επιστημονικό συνέδριο, μαζί με Έλληνες συναδέλφους τους, επισκέφθηκαν τα αρχαιότερα πετρώματα της Ελλάδας, ηλικίας 700 εκατομμυρίων ετών.
Τα αρχαιότερα πετρώματα της Ελλάδας μέχρι στιγμής , συνεχίζει ο κ. Κωστόπουλος, έχουν εντοπισθεί στις περιοχές Φωτεινού Τρικάλων, Δεσκάτης Γρεβενών και λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Φλώρινας. Πρόκειται για γρανίτες ηλικίας 700 εκατομμυρίων ετών. Η χρονολόγησή τους έγινε σε ορυκτά ζιρκόνια με τη μέθοδο ουρανίου-μολύβδου. Τα πετρώματα αυτά πρωτοδημιουργήθηκαν σε ένα περιβάλλον, όπως αυτό των σημερινών Άνδεων όπου η πλάκα του Ειρηνικού Ωκεανού καταδύεται κάτω από την πλάκα της Νότιας Αμερικής, στο βόρειο περιθώριο μιας μεγα-ηπείρου που επικρατούσε στα νότια γεωγραφικά πλάτη γνωστής με το όνομα Γκοντβάνα.
Από εκεί αποσχίσθηκαν (ως Αβαλονία) πριν από περίπου 500 εκατομμύρια χρόνια [λόγω γένεσης ενός ωκεανού που φέρει το όνομα Ρηικός Ωκεανός] και άρχισαν το προς βορρά ταξίδι τους για να φθάσουν στο τέλος να ενσωματωθούν στο νότιο περιθώριο της Λαυρωσίας. Τα πετρώματα αυτά αποτέλεσαν το υπόβαθρο, στο οποίο εισέδυσαν οι γρανίτες της Πελαγονίας πριν από 300 εκατομμύρια χρόνια.
Ο καθηγητής αναφέρεται ακόμα και για τις απολιθωμένες αίθουσες μάγματος, που βρίσκονταν κάποτε κάτω από υποθαλάσσια ηφαίστεια, τα οποία και τροφοδοτούσαν με λάβα.
Όπως δύο ωκεάνιες πλάκες απομακρύνονται η μία από την άλλη εκατέρωθεν της μεσο-ωκεάνιας ράχης με ταχύτητες μερικών εκατοστών το χρόνο, αναφέρει χαρακτηριστικά, ο κενός χώρος που δημιουργείται καταλαμβάνεται από το μάγμα που δημιουργείται λόγω τήξης του ανερχόμενου μανδύα (περιδοτίτη) κάτω από τη ράχη. Κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται υποθαλάσσιες αίθουσες μάγματος όπου το μάγμα κρυσταλλώνεται και σχηματίζει καινούργιους τύπους πετρωμάτων.
Στη Θεσσαλία, τέτοιοι μαγματικοί θάλαμοι υπάρχουν στον Τίταρο, νότια της διασταύρωσης προς Λιβάδι από τη δασική οδό Φτέρης - Σκοτεινών και στον Κόζιακα. Οι πλέον επιβλητικοί μαγματικοί θάλαμοι ωκεάνιας λιθόσφαιρας βρίσκονται στην Πίνδο, μεταξύ Περιβολίου και Αβδέλας Γρεβενών και κατά μήκος του Ασπροπόταμου στη δασική οδό Περιβολίου - Μικρολίβαδου, καθώς επίσης και στον οφιόλιθο του Βούρινου στην περιοχή της Κράπας και του Ασπρόκαμπου. Ιδιαίτερα στον οφιόλιθο της Πίνδου, οι παραπάνω μαγματικοί θάλαμοι συνοδεύονται και από θεαματικές εμφανίσεις λάβας με σφαιρικές μορφές που είναι τυπικές των υποθαλάσσιων εκχύσεων. Στον οφιόλιθο της Όρθρυος υπέροχες εμφανίσεις σφαιροειδών λαβών μπορεί κανείς να δει κατά μήκος της κύριας οδού Λαμίας - Δομοκού στο ύψος της Καμηλόβρυσης και βορειότερα.
Επίσης, λόγος γίνεται και για τον μανδύα της γης, που διατηρείται, σήμερα, επάνω στις κορυφές των βουνών, στη Βάλια Κάλντα και το Βούρινο, λόγω των τεράστιων τεκτονικών δυνάμεων που χώρισαν μία φορά την Ελλάδα και μετά την ξαναένωσαν. Μέσα στα πετρώματα του μανδύα, φιλοξενούνται τα τεράστια κοιτάσματα χρωμίου που διαθέτει η Ελλάδα, όπως παραδείγματος χάριν αυτό στο Ξερολίβαδο Κοζάνης.
Πιο αναλυτικά οι οφιόλιθοι αναπαριστούν πετρώματα του ωκεάνιου φλοιού και του άνω τμήματος του ωκεάνιου μανδύα. Οι τεράστιες τεκτονικές δυνάμεις που δημιουργούνται κατά το στάδιο καταστροφής ενός ωκεανού όπου οι ήπειροι που τον περιβάλλουν συγκλίνουν οδηγούν σε αναδίπλωση και επώθηση του άνω τμήματος της ωκεάνιας λιθόσφαιρας επάνω στις ηπείρους. Με αυτόν τον τρόπο, περιδοτίτες του άνω μανδύα του Ωκεανού της Πίνδου βρίσκονται σήμερα στις κορυφές των βουνών στη Βάλια Κάλντα και το Βούρινο.
Τα κοιτάσματα χρωμίου δημιουργούνται από βασαλτικά μάγματα, πλούσια σε χρώμιο, που γεννώνται από την τήξη του περιδοτίτη (δηλ. του μανδύα) και τα οποία, λόγω άνωσης, διαπερνούν τη μανδυακή μήτρα που τα γέννησε και οδεύουν προς τα επάνω μέσα στην ωκεάνια λιθόσφαιρα να τροφοδοτήσουν τους θαλάμους μάγματος και αυτοί με τη σειρά τους τις υποθαλάσσιες εκχύσεις λάβας. Το πρώτο ορυκτό που κρυσταλλώνεται από τα μάγματα αυτά λέγεται σπινέλιος και είναι ένα οξείδιο του χρωμίου, αργιλίου, μαγνησίου και σιδήρου. Η κρυστάλλωση μεγάλων ποσοτήτων σπινέλιου και η μετέπειτα μηχανική συγκέντρωση του ορυκτού σε μεγάλες ποσότητες λόγω τεκτονικών δράσεων οδηγεί στο σχηματισμό κοιτασμάτων χρωμίου. Επειδή ο σπινέλιος αποτελεί την κύρια πηγή χρωμίου στη γη, κοινά λέγεται χρωμίτης.
Αν η περιεκτικότητα σε αργίλιο είναι μεγάλη, τότε ο χρωμίτης λέγεται πυρίμαχου τύπου, ενώ αν υπερισχύει η περιεκτικότητα σε χρώμιο λέγεται μεταλλουργικού τύπου. Τα κοιτάσματα χρωμίτη του Βούρινου είναι μεταλλουργικού τύπου και από τα πλουσιότερα του είδους τους στη γη. Ένα σημαντικότατο παραπροϊόν κατά τη μεταλλουργική επεξεργασία του χρωμίτη είναι τα πλατινοειδή (όσμιο, ιρίδιο, ρουθήνιο, ρόδιο, πλατίνα και παλλάδιο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου θα διαγράφονται.